συριγγοτόμος

συριγγοτόμος
-ο / συριγγοτόμος, -ον, ΝΜΑ
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο συριγγοτόμος και το συριγγοτόμο
χειρουργικό μαχαιρίδιο με το οποίο διενεργείται η συριγγιοτομία
μσν.-αρχ.
(για χειρουργικό εργαλείο) αυτός που τέμνει τα συρίγγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • συριγγοτόμο — το / συριγγοτόμον, ΝΜΑ βλ. συριγγοτόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”